Συν-εργασία γύρω από το παιδί με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες
Γράφει η Κωνσταντίνα Καραγεωργοπούλου – Παιδοψυχίατρος Κίνητής Μονάδας Ψυχικής Υγείας Χίου, Κέντρο Παιδιού και Εφήβου
Συνεργασία=ανταλλαγή βοήθειας και υποστήριξης μεταξύ ατόμων ή ομάδων που έχουν κοινούς ή συναφείς σκοπούς
Μιλώντας για το παιδί με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες αναφερόμαστε, σύμφωνα με το Άρθρο 3 του Νόμου 3699 (ΦΕΚ 199, 2-10-2008), στο παιδί με νοητική, αισθητηριακή, κινητική αναπηρία, χρόνιο νόσημα, διαταραχή ομιλίας και λόγου, ειδική μαθησιακή δυσκολία, σύνδρομο ελλειμματικής προσοχής-υπερκινητικότητας, αυτισμό, ψυχική διαταραχή ή σοβαρά ψυχοκοινωνικά προβλήματα.
Τα περισσότερα παιδιά με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες χρειάζονται σε όλη τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας ή/και μετά την ενηλικίωση πολυεπίπεδη υποστήριξη από ένα φάσμα φορέων και υπηρεσιών εκπαίδευσης, υγείας, ψυχικής υγείας, κοινωνικής πρόνοιας και δικαιοσύνης.
Η σημασία της συνεργασίας των παραπάνω φορέων μεταξύ τους και με την οικογένεια με σκοπό τη δημιουργία ενός ολοκληρωμένου πλαισίου φροντίδας για το παιδί με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες είναι αυτονόητη. Όταν υπάρχει, εξασφαλίζει ότι κανένα παιδί δεν παραμελείται. Παρότι αυτονόητη, όμως, είναι η συνεργασία αυτή δεδομένη;
Από την τρέχουσα εμπειρία αλλά και από την επισκόπηση της βιβλιογραφίας για την οργάνωση και λειτουργία των υπηρεσιών για παιδιά και εφήβους σε διάφορες χώρες προκύπτει ως διαπίστωση ότι στον τομέα της προστασίας του παιδιού η συνεργασία δεν επιτυγχάνεται εύκολα, καθώς παρεμποδίζεται συνήθως από εντάσεις και οξύτητες. Η αιτία συχνά είναι ότι η εκτίμηση και η προσέγγιση των ειδικών σε μια υπηρεσία ψυχικής υγείας είναι διαφορετική από την εκτίμηση και την προσέγγιση των ειδικών σε μια εκπαιδευτική ή σε μια κοινωνική υπηρεσία.
Η συν-εργασία προϋποθέτει να αναγνωρίζονται ξεκάθαρα οι συμπληρωματικοί ρόλοι των ειδικών, καθώς και η ανάγκη για αμοιβαία αλληλοϋποστήριξη, έτσι ώστε πολλές φορές δυσκολίες προκύπτουν όταν ο ένας ειδικός δεν γνωρίζει με ποιο τρόπο μπορεί ο άλλος να συνδράμει στην προσπάθειά του με τις γνώσεις, τις δεξιότητες και τις θεραπευτικές του μεθόδους. Σε άλλες περιπτώσεις οι επαγγελματίες αναρωτιούνται ποιος εισέβαλε στο πεδίο εργασίας του άλλου, με συνέπεια κλίμα αντιπαλότητας που δυσχεραίνει τη συνεργασία.
Από αυτά τα ελλείμματα στη συνεργασία όμως τελικά αυτό που πλήττεται είναι η δυνατότητα του παιδιού να έχει την υποστήριξη και την προστασία που δικαιούται σε τομείς ευαίσθητους, όπως είναι και αυτός της ειδικής εκπαίδευσής του.
Αν κάποιος λοιπόν θέλει να δημιουργήσει ένα πλαίσιο φροντίδας και προστασίας γύρω από ένα παιδί χρειάζεται να εκτιμήσει πολύ προσεκτικά τις αδυναμίες αλλά και τους παράγοντες ανθεκτικότητας του παιδιού μέσα στο σύστημα όπου ζει και κινείται (οικογένεια, σχολείο, κοινότητα) λαμβάνοντας υπόψιν όλες τις διαθέσιμες οπτικές και προσεγγίσεις. Προς αυτή την κατεύθυνση το «μοίρασμα» και η ανταλλαγή των σκέψεων μεταξύ όλων των εμπλεκομένων φορέων είναι παραπάνω από απαραίτητα. Οτιδήποτε άλλο συνιστά σε μεγάλο βαθμό ελλιπή φροντίδα.